ατρακτυλις

ατρακτυλις
    ἀτρακτυλίς
    -ίδος ἥ бот. атрактиллида (Kentrophyllum lanatum, - растение, из древесины которого изготовлялись веретена) Xen., Arst., Theocr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ατρακτυλις" в других словарях:

  • ἀτρακτυλίς — spindle thistle fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ατρακτυλίς — ἀτρακτυλ(λ)ίς, η (Α) ονομασία αγκαθερού φυτού από το οποίο κατασκεύαζαν αδράχτια …   Dictionary of Greek

  • ἀτρακτυλίδα — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρακτυλίδας — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρακτυλίδι — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρακτυλίδος — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀτρακτυλίδων — ἀτρακτυλίς spindle thistle fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπίδιον — ἀσπίδιον, το (Α) [ασπίς] 1. η μικρή ασπίδα 2. το φυτό ατρακτυλίς 3. το φυτό άλυσσον, που το θεωρούσαν θεραπευτικό για τη λύσσα των σκυλιών …   Dictionary of Greek

  • ζαφαράνα — και ζαφαρόνα, η το φυτό «ατρακτυλίς» ή «κάρδαμον το βαφικόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < αραβοπερισκό za faran)] …   Dictionary of Greek

  • ιξίνη — ἰξίνη, ἡ (Α) [ιξός] το φυτό ατρακτυλίς* η κομμιοφόρος …   Dictionary of Greek

  • φόνος — ο, ΝΜΑ 1. βίαιη αφαίρεση τής ζωής, σκότωμα, φονικό, δολοφονία 2. κοινή, σήμερα, ονομασία είδους φυτού τού γένους ατρακτυλίς νεοελλ. ανθρωποκτονία αρχ. 1. ο θάνατος ως ποινή, η θανατική ποινή 2. τόπος όπου έγινε η παραπάνω πράξη 3. το αίμα που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»